Dictionary of Greek. 2013.
συνομιλία — η, ΝΜΑ, και συνομελία Α [συνομιλῶ / συνομελῶ] νεοελλ. συνδιάλεξη, συζήτηση μσν. αρχ. συναναστροφή … Dictionary of Greek
συνομιλώ — συνομιλῶ, έω, ΝΜΑ, και συνομελώ Α [ὁμιλῶ] συζητώ μσν. αρχ. συναναστρέφομαι … Dictionary of Greek